- επίδοτο
- Πυριτικό ορυκτό που παρουσιάζεται σε διάφορες ποικιλίες οι οποίες αποτελούν έτσι μια οικογένεια. Η βασική μορφή του ορυκτού περιέχει ασβέστιο, αργίλιο, σίδηρο, πυρίτιο, οξυγόνο και υδρογόνο με χημικό τύπο [Ca2(Fe,Al) Al2(SiO4)(SiO7)O(OH)]. Η πυκνότητά του είναι 3,3-3,5 gr/cm3 και η σκληρότητά του 6-7 στη σκληρομετρική κλίμακα των ορυκτών. Είναι διαδεδομένο μέσα στους κρυσταλλικούς σχιστόλιθους (χλωριτικούς, επιδοτικούς, κεροστιλβικούς), στους γρανίτες, στους συηνίτες και σε πετρώματα μεταμορφωμένα με επαφή όπως, για παράδειγμα, σε ασβεστόλιθους· απαντά ακόμα ως αυτοτελές πέτρωμα.
Οι πιο συχνές ποικιλίες του αποτελούνται από μείγμα κλινοζωισίτη, πυριτικού ορυκτού του ασβεστίου και του αργιλίου [Ca2Al3(SiO4)(Si2O7)O(OH)], και πιστακίτη, πυριτικού ορυκτού του ασβεστίου, του σιδήρου και του αργιλίου [Ca2(Al,Fe)Al2 (SiO4)(SiO7)O(OH)]. Και τα δύο ορυκτά κρυσταλλώνονται στο μονοκλινές σύστημα. Άλλα ε. είναι ο ορθίτης, το πιο συνηθισμένο ορυκτό από αυτά που περιέχουν σπάνιες γαίες, ο πιεμοντίτης, που περιέχει μαγγάνιο, ο ζωισίτης, του ρομβικού συστήματος, που έχει τον ίδιο χημικό τύπο με τον κλινοζωισίτη. Το χαρακτηριστικό κρυσταλλικό σχήμα των κρυστάλλων του ε. είναι το πρισματικό (ραβδοειδές). Συχνά απαντούν σε δέσμες ραβδοειδών ή ακτινοειδών κρυστάλλων ή και σε κόκκους. Συνήθεις είναι επίσης και οι δίδυμοι κρύσταλλοι ε. Το χρώμα του ποικίλλει από γκρι ανοιχτό έως σκουροπράσινο σχεδόν μαύρο, ενώ τα συσσωματώματα σε μορφή κόκκων έχουν χρώμα φιστικί έως κιτρινοπράσινο (πιστακίτης = πιστακιόχρους).
Τα πιο αξιόλογα κοιτάσματα ε. βρίσκονται στη Νορβηγία, στα Ουράλια όρη (Ρωσία), στην Ιαπωνία και στο Μίσιγκαν (ΗΠΑ). Στην Ελλάδα βρίσκονται σε σχιστόλιθους και γνεύσιους, στην Ξάνθη, στη Δράμα, στη Χαλκιδική και στο Λαύριο.
Κρύσταλλοι επιδότου· το ορυκτό αυτό είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο, έστω και σε αρκετά μικρές ποσότητες, στα μεταμορφωσιγενή πετρώματα.
Dictionary of Greek. 2013.